- ἀπειροπόλεμοι
- ἀπειροπόλεμοςinexperienced in warmasc/fem nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Δραγατσάνι — (ρουμ. Dragasani). Πόλη (20.800 κάτ. το 2002) της Μικρής Βλαχίας της Ρουμανίας, όπου στις 7 Ιουνίου 1821 κρίθηκε οριστικά το επαναστατικό κίνημα της Μολδοβλαχίας. To κίνημα οδηγήθηκε μοιραία στην αποτυχία, μετά την καταδίκη του από τον τσάρο και… … Dictionary of Greek
απειροπόλεμος — η, ο επίρρ. α αυτός που δεν έχει πείρα από πόλεμο, άμαχος: Οι νέοι στρατιώτες που είχαν φτάσει ήταν απειροπόλεμοι, αλλά φιλότιμοι και πρόθυμοι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)